- μπριγιαντίνη
- και μπριλαντίνη, ηείδος λιπαρού καλλυντικού σε παχύρρευστη κατάσταση, που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για να προσδώσει στα μαλλιά στιλπνότητα και να συγκρατεί το χτένισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brillantine (< γαλλ. brillant «αυτός που λάμπει» + κατάλ. ine)].
Dictionary of Greek. 2013.